ἀγαλλιῶ

ἀγαλλιῶ
ἀγαλλιάω
rejoice exceedingly
fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀ̱γαλλιῶ , ἀγαλλιάω
rejoice exceedingly
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀγαλλιάω
rejoice exceedingly
pres imperat mp 2nd sg
ἀγαλλιάω
rejoice exceedingly
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀγαλλιάω
rejoice exceedingly
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀγαλλιάω
rejoice exceedingly
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγαλλιώ — (Α ἀγαλλιῶ) ( άω) χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε ιάω] …   Dictionary of Greek

  • αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… …   Dictionary of Greek

  • αγαλλίαμα — ἀγαλλίαμα, το (Α) [ἀγαλλιώ] παραφορά χαράς, έκσταση χαράς …   Dictionary of Greek

  • αγαλλίαση — η (Α ἀγαλλίασις) [ἀγαλλιῶ] μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη (ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες …   Dictionary of Greek

  • αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση …   Dictionary of Greek

  • αναγάλλια — η αγαλλίαση, ευφροσύνη, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγαλλιώ, αν(α) * + αγαλλιώ «χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”